Reading time:

Εφήμερη αιωνιότητα

Πέρα από τη μοίρα του καθενός, πέρα από τους μοναχικούς ορίζοντες και πέρα από το πέρα, κρύφτηκε το υπέροχο τίποτα της απόλυτης παντοκρατορίας. Γυμνό, ατίθασο, αστείρευτο ταλανίζει το είναι του αγέρωχα. Υπάρχει, κι ύστερα πάλι δεν υπάρχει. Αόμματοι προφήτες σε μπαλκόνια να του τάζουν ένα καλύτερο χτες και σκισμένες αφίσες επίγειων παραδείσων. Κόλαση. Αγάπη και φόβος. Εκτροχιάστηκε, κάπου στη εθνική, δεν θυμόταν πως ακριβώς. Ήθελε κάτι περισσότερο, και του δώσανε κάτι λίγο πιο λίγο απ’ το λίγο.   

Αγωνία της στιγμής, στον παρατατικό. Χωρίς καύσιμα. Στέρεψε η αμβροσία, οι στέπες αφιλόξενες και η ξηρασία να μουχλιάζει στην υγρασία. Η πληγή στο μπράτσο, γάγγραινα. Το όνομα, δεν διακρινόταν δεν διαβαζόταν πια. Δεν το θυμόταν, κι όμως το έβλεπε παντού. Περίεργο το συναίσθημα. Αγωνία, για κάτι προβλεπτό και απόλυτα χαρτογραφημένο. Τέχνη, τέχνες, πείνα, κατεργασία. Απόλυτη ελαστικότητα άκαμπτης φύσης.  

Χαοτική τάξη, απόλυτο μηδέν σε πλήρη άνθιση. Λουλούδια σαρκοφάγα, γλάστρες σάρκινες. Του κερνούσαν τσιγάρο, μα πουλούσαν τη φωτιά. Άδεια τρένα με χιλιάδες ψυχές στοιβαγμένες στα βαγόνια, να παλεύουν για ένα ανοικτό παράθυρο, για μια ανάσα καυσαερίου εμπλουτισμένου με κλωνοποιημένο οξυγόνο. Ο σταθμός, παλιός, έρημος. Αυτό το τρένο δεν το περίμενε κανείς. Γιατί τόσος συνωστισμός?

Το μεγαλείο της μικρότητας του τον συνέπαιρνε και τον σκορπούσε σαν λίπασμα πάνω στα νεκρά λιβάδια. Κι’ αυτά ξυπνούσαν, πρασίνιζαν, ανάσαιναν. Όλα όμορφα, ζωντανά και αϋλα του θύμιζαν όλα αυτά που είχε διαλέξει να ξεχάσει. Όλα αυτά που κουβαλούσε χαραγμένα στο κορμί και στη ψυχή του. Μα διάλεγε τη λήθη. Και συνέχισε να κοιμάται. Ο μικρός θεός.